"Ο τόπος μας είναι κλειστός"

2021-05-12


Στο μάθημα 18 της Γεωγραφίας Β Γυμνασίου, σελ. 63 αναφέρεται στο γεωγραφικό ανάγλυφο της Ελλάδας και συγκεκριμένα στα βουνά και στις πεδιάδες της Ελλάδας. Ειδικά στην άσκηση 1 για εργασία κατά ομάδες των μαθητών, περιλαμβάνονται οι στίχοι του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας Ποιητή μας, Γιώργου Σεφέρη: Ο τόπος μας είναι κλειστός όλο βουνά, που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό νύχτα και μέρα...Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε από τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και περιλαμβάνεται στον κύκλο τραγουδιών " Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους και άλλα τραγούδια". Κυκλοφόρησε το 1973. Απόδοση από χορωδία, τον Λάκη Χαλκιά και τη Μέμη Σπυράτου. Αφού άκουσαν οι μαθητές το τραγούδι στην πρώτη του εκτέλεση, ζητήθηκε να συνθέσουν μια μικρή εργασία, στην οποία θα συσχετίζονται τα γεωγραφικά στοιχεία που αναφέρονται στο ποίημα, με το περιεχόμενο του μαθήματος. Η πρώτη εργασία είναι της μαθήτριας Δάσποινας Τσακίρη του Β2. 


Το ποίημα :

Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.

Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.

Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.

Στα λιμάνια την Κυριακή σαν
κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται στο
ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.

Στα λιμάνια την Κυριακή σαν
κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται στο
ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.

Είναι το δέκατο ποίημα από την ποιητική συλλογή, «Μυθιστόρημα», του Γιώργου Σεφέρη του πρώτου Έλληνα ποιητή που τιμήθηκε με βραβείο Nobel λογοτεχνίας. Το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες.

Το ποίημα περιγράφει τη γεωγραφική διαμόρφωση της Ελλάδας. Είναι μία χώρα με έλλειψη υδάτινων πόρων δηλαδή λιμνών, ποταμίων. Το τοπίο είναι ορεινό και «κλειστό». Συχνά επαναλαμβάνεται η φράση «δεν έχουμε» που δηλώνει στέρηση. Η έλλειψη αρκετής καλλιεργήσιμης γης και η λειψυδρία από παλιά δυσκόλευε και καθόριζε τη ζωή των ανθρώπων. Μοναδικοί υδάτινοι πόροι ήταν το πολύτιμο και λιγοστό νερό την στέρνας το οποίο μεταφορικά λέει ο ποιητής το είχαν θεοποιήσει.

Η αναφορά στις συμπληγάδες πέτρες μέσα στο ποίημα, οι οποίες ήταν κατά την ελληνική μυθολογία δύο γιγάντιοι βράχοι στη θάλασσα που ενώνονταν και αποχωρίζονταν συνεχώς κάνοντας αδύνατο το πέρασμα των πλοίων, παραπέμπει στο ταξίδι του Ιάσωνα και γενικά στη τάση του ελληνισμού στην εξερεύνηση των θαλασσών και στη μετανάστευση. Ακόμα και οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας νιώθουν έκπληξη και περηφάνια για το πώς κατάφεραν να στήσουν τη ζωή τους σε αυτό τον άγονο τόπο χωρίς αρκετό νερό και χώρο. Επίσης κατεβαίνουν στο λιμάνι τις Κυριακές για να ανασάνουν, να πλατύνουν τους ορίζοντές τους και να αγναντέψουν τη θάλασσα που είναι και η μοναδική διέξοδος τους αφού ζούσαν κυρίως σε νησιά και είναι ένας ναυτικός λαός.

Το ποίημα γεννάει συναισθήματα θλίψης αλλά και αισιοδοξίας γιατί παρά τις δυσκολίες γιατί οι δυσκολίες νικιούνται από την αγωνιστική διάθεση τον ανθρώπων της Ελλάδας. Η θάλασσα είναι η διέξοδος, οδηγεί σε περιπέτειες και δίνει μία νότα αισιοδοξίας.

Δέσποινα Τσακίρη 

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε